- φενᾱκόμαντις
- φενᾱκό-μαντις, ὁ, ἡ, betrügerischer Wahrsager
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φενακόμαντις — άντεως, ὁ, ἡ, Μ απατηλός μάντης, ψευδοπροφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος + μάντις] … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek